- διαμηχανώμαι
- (α) ухищряться, изощряться, выдумывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαμηχανώμαι — διαμηχανῶμαι ( άομαι) [μηχανώμαι] επινοώ, εφευρίσκω … Dictionary of Greek
διαμηχανῶμαι — διαμηχανάομαι bring about pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) διαμηχανάομαι bring about pres ind mp 1st sg διαμηχανάομαι bring about pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) διαμηχανάομαι bring about pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)